- ἐχιδνόκομος
- ἐχιδνό-κομος, mit Natterhaaren
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
εχιδνόκομος — ἐχιδνόκομος, ον (Α) αυτός που έχει μαλλιά από έχιδνες ή σαν έχιδνες, ο φιδόμαλλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < έχιδνα + κομος (< κόμη «μαλλιά»)] … Dictionary of Greek
ἐχιδνοκόμοιο — ἐχιδνόκομος snaky haired masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχιδνοκόμου — ἐχιδνόκομος snaky haired masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχιδνοκόμων — ἐχιδνόκομος snaky haired masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐχιδνοκόμῳ — ἐχιδνόκομος snaky haired masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έχιδνα — Βλ. λ. οχιά. * * * η (ΑΜ ἔχιδνα, Μ και ἔχιδνος, ή) οχιά («ἐχθρᾱς ἐχίδνης ἰός», Σοφ.) νεοελλ. ζωολ. γενική ονομασία δύο γενών μονοτρημάτων θηλαστικών τής οικογένειας echidnidae, που μοιάζουν με σκαντζόχοιρους νεοελλ. μσν. μτφ. για πρόσ.… … Dictionary of Greek
κόμη — η (AM κόμη) 1. οι τρίχες τού κεφαλιού, τα μαλλιά (α. «και με την κόμη είχανε βγει λυτή» β. «κόμη δι αὔρας ἀκτένιστος ᾄσσεται», Σοφ.) 2. το σύνολο τών φυλλοφόρων διακλαδώσεων τών βλαστών νεοελλ. 1. φυσ. είδος γεωμετρικής εκτροπής που υφίστανται οι … Dictionary of Greek